καλαμίου

καλαμίου
καλάμιον
splint
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • καλαμοειδής — ές (Α καλαμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με καλάμι, αυτός που έχει σχήμα καλαμιού. επίρρ... καλαμοειδῶς (Α) όμοια με καλάμι, με σχήμα καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + ειδής (πρβλ. αγκιστρο ειδής, σταυρο ειδής)] …   Dictionary of Greek

  • καλαμόφυλλος — καλαμόφυλλος, ον (AM) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καλαμόφυλλα τα φύλλα τού καλαμιού αρχ. (για φυτά) αυτός που έχει φύλλα καλαμιού …   Dictionary of Greek

  • ήτρον — ἦτρον, τό (Α) 1. το υπογάστριο 2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου 3. η εντεριώνη, η ψίχα τού καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. τού αθέματου τ. ήτορ* «καρδιά»] …   Dictionary of Greek

  • αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… …   Dictionary of Greek

  • ανέμη — Σύνεργο της λαϊκής κλωστικής. Σε μερικές περιοχές της Ελλάδας λέγεται και ανεμοδούρα. Αποτελείται από έναν ξύλινο στύλο στηριγμένο σε βάθρο και ξύλινα πλαίσια εξαρτημένα με σταυροειδή διάταξη γύρω από αυτόν. Τα πλαίσια αυτά σχηματίζουν ένα είδος… …   Dictionary of Greek

  • ανθήλη — I Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 8 μ., 1.475 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαμιέων. II Αρχαία πόλη των Ουτραίων που ήταν χτισμένη στην περιοχή μεταξύ του παραπόταμου του Ασωπού Φοίνικα και των Θερμοπυλών. Στα περίχωρά… …   Dictionary of Greek

  • γονάτιο — το (AM γονάτιον) [γόνυ] μικρό γόνατο νεοελλ. ψευδογνώμονας μσν. 1. κόμπος καλαμιού 2. μέρος τής πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο αρχ. 1. γοφός 2. ο γύης, το καμπύλο ξύλο τού αλετριού όπου προσαρμοζόταν το υνί …   Dictionary of Greek

  • γονατίδα — η (Α γονατίς) [γόνυ] κόμπος καλαμιού και άλλων φυτών …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”